περιττῶς

περιττῶς
περισσός
beyond the regular number
adverbial (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περισσώς — και αττ. τ. περιττῶς ΜΑ [περισσός] επίρρ. 1. υπερβολικά, υπέρμετρα, πάρα πολύ («θεοσεβέες περισσῶς ἐόντες», Ηρόδ.) 2. με ιδιάζοντα τρόπο, με πολυτέλεια, με λαμπρότητα, με μεγαλοπρέπεια, έξοχα («πολλὰς οἰκήσεις περιττῶς κατεσκευσμένας διέφθειραν» …   Dictionary of Greek

  • PISCIS — I. PISCIS Graecis dictus Νότιος, i. e. Australis, ut et Hygino in Poet. Astron. et Ciceroni in Arateis; Germanici Interpreti Magnus, qui de eo sic scribit. Piscis magnus, cuius nepotes dicuntur Pisces. qui in circulo Zodiaco constituti sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… …   Dictionary of Greek

  • περιγεγονότως — ΜΑ επίρρ. 1. επιτυχώς, με θρίαμβο 2. εκ περισσού, κατά πλεονασμό, περιττώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. περιγεγονώς, ότος τού περιγίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλαλώ — έω, ΜΑ προφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῑς συνεκλαλεῑν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῑθεν ὄνομα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՒԵԼՈՐԴԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0394 Chronological Sequence: 8c մ. περισσῶς կամ περιττῶς abunde, a superfluo labore Յաւելորդս. յոչպէտս, եւ լիուլի. առաւելութեամբ. *Աւելորդաբար քան զպէտսն ʼի նոսա մատչիմք. Լէ. աստուածաբ: *Երկիցս անգամ զնոյն աւելորդաբար ասելով՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”